Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Ολόκληρη η εισήγηση του Γιώργου Παπανδρέου στο Πολιτικό συμβούλιο .

Παπανδρέου: Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ο διαμορφωτής της αισιοδοξίας και της ελπίδας της χώρας και του λαού μας.

Σας κάλεσα εδώ για  να συσκεφτούμε, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, να σκεφτούμε μαζί, για την παραπέρα πορεία μας, τη συλλογική – και τονίζω τη λέξη «συλλογική» – πορεία του ΠΑΣΟΚ. Είμαστε σήμερα εδώ το Πολιτικό Συμβούλιο, μαζί και στελέχη μας στη σημερινή και προηγούμενη Κυβέρνηση, καθώς και εκπρόσωποι της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Δεν αποτελεί αυτή η σύνθεση – επειδή τέθηκε το θέμα – κάποιο επίσημο όργανο, όμως, θεώρησα ότι αυτή η σύνθεση είναι η καλύτερη για να διαμορφωθούν βασικές κεντρικές γραμμές, αρχικώς έστω, για την πορεία μας και, πολύ σύντομα, τις πρώτες μέρες του Γενάρη, θα συγκαλέσω το Πολιτικό Συμβούλιο για να δούμε τα περαιτέρω.
Τα γεγονότα των  τελευταίων εβδομάδων, μηνών, αλλά και
της διετίας, ήταν καταιγιστικά για την Ελλάδα, για τον Ελληνικό λαό και για το ΠΑΣΟΚ. Είναι ώρα να αξιολογήσουμε την πορεία μας, να κάνουμε έναν απολογισμό, αλλά παράλληλα να σχεδιάσουμε και τα επόμενα βήματά μας.

Ξέρω πολύ καλά ότι  η «φιλολογία» των τελευταίων εβδομάδων, μετά την επιλογή μου να προωθήσω μια Κυβέρνηση συνεργασίας, ήταν «ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του Παπανδρέου».
Να επαναλάβω ότι, δεν υπολόγισα τη θέση του Πρωθυπουργού – θυμίζω και τις συζητήσεις του Ιουνίου, όπως και τις πράξεις μου του Νοεμβρίου – μπροστά στην ανάγκη να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση για την πορεία της χώρας, είτε αυτό εκφραζόταν άμεσα από το λαό με δημοψήφισμα, είτε εν τέλει από  μια Κυβέρνηση συνεργασίας, εθνικής συνευθύνης, για την εξασφάλιση της επιτυχίας ενός προγράμματος, που εμείς, το ΠΑΣΟΚ, συναποφασίσαμε, μαζί βέβαια και με τους εταίρους μας.
Αυτή μου η στάση  δεν αλλάζει. Είμαι εδώ για  να συμβάλω, να προσφέρω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό, μην το αμφισβητείτε. Η πρωθυπουργία και η προεδρία του ΠΑΣΟΚ, για μένα, είναι δευτερεύουσα υπόθεση, μπροστά στην ανάγκη της χώρας, της παράταξης και του Έλληνα πολίτη.
Από την πλευρά μου, αυτό το έχω διαμηνύσει στους περισσότερους από εσάς, σε συναντήσεις που είχαμε πρόσφατα.
Πιστεύω βαθιά και  πάντα πίστευα, ότι οι αγώνες γίνονται και μπορούν να επηρεάσουν, μπορούν να κερδηθούν, θα έλεγα, μπορούν να ευοδωθούν, μόνο με την αξία της ουσίας, χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός η εξουσία. Αυτό δεν αποτελεί μόνο άποψή μου, αλλά και στάση ζωής. Και με τη στάση αυτή, θέλω να δώσω το παράδειγμα για το τι πρέπει ο κάθε πολιτικός σήμερα να κάνει, μπροστά σε αυτή τη μεγάλη πρόκληση της εποχής.
Πρόκληση, πρώτα απ’ όλα, για την Ελλάδα. Όπως είπα, δεν θέλω αυτό να αμφισβητείται από κανέναν, παρά τον εύκολο κυνισμό που έχει επικρατήσει στην πολιτική ζωή του τόπου. Ένας κυνισμός, που τα Μέσα Ενημέρωσης αναπαράγουν εδώ και χρόνια και που υπονομεύει την πολιτική ζωή της χώρας, τους θεσμούς μας, την αυτοπεποίθησή μας, ως Έλληνες, την ίδια τη δημοκρατία.
Έχει επικρατήσει  η λογική ότι, όλα γίνονται με κριτήρια ταπεινά, χωρίς καμία έμπνευση, κανένα όραμα, αλλά μόνο για τη «βολή» του καθενός. Δεν νομίζω ότι εμείς εδώ, στο ΠΑΣΟΚ, μπορούμε να το υιοθετήσουμε αυτό. Όλοι εμείς, που έχουμε κάνει αγώνες, όλοι εσείς, όλο το ΠΑΣΟΚ, δεν είμαστε εδώ, όπως θέλουν να πιστεύουν τα Μέσα Ενημέρωσης, για τη «βολή» μας.
Το ΠΑΣΟΚ έχει ταυτιστεί με αξίες, με στόχους, με έμπνευση και με μια συλλογική λειτουργία. Και αυτό, νομίζω, είναι που θέλει ξανά ο Ελληνικός λαός – να ταυτίζεται η Πολιτεία με κοινές αξίες, με κανόνες, όπως είπε ο Μιχάλης Καρχιμάκης, θα έλεγα, ευρύτερα με αξίες.
Ένα πρώτο σημείο αυτοκριτικής πρέπει να είναι ότι, αυτός ο κυνισμός, η εύκολη μοιρολατρία, η εύκολη αυτομαστίγωση για την Ελλάδα, που επικρατούσε επί Νέας Δημοκρατίας, ναι μεν έσπασε, ανατράπηκε με την εκλογή μας το 2009, γιατί εμείς δώσαμε ένα όραμα καθαρό και συγκεκριμένο, όμως, η διαχείριση της κρίσης άφησε πολλά περιθώρια να ξεχαστεί το όραμα αυτό, αλλά και να θεωρείται ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ο φορέας αυτού του οράματος, αλλά μόνο μιας δύσκολης και επίπονης διαχείρισης.
Η στάση μας, ο λόγος μας, οι πράξεις μας, είναι εκείνα που θα καθορίσουν αν το όραμα αυτό θα ξαναζωντανέψει και αν θα ζωντανέψει με τη δική μας προσφορά, του συντεταγμένου και υπεύθυνου ΠΑΣΟΚ. Και τονίζω τις έννοιες «συντεταγμένο» και «υπεύθυνο» ΠΑΣΟΚ, γιατί πιστεύω μεν – το ξέρετε πολύ καλά – στη δημοκρατική μας εσωτερική διαδικασία, αλλά όχι σε μια κακοφωνία, είτε κυβερνητικών, είτε ηγετικών στελεχών, που αποδυναμώνει τον πολιτικό μας λόγο, αλλά και την αξιοπιστία μας και εντείνει την αίσθηση ενός κυνισμού, για το τι είναι και τι πρεσβεύει το ΠΑΣΟΚ. Μας αδικεί.
Συντρόφισσες και  σύντροφοι, περάσαμε πολλά και ξέρω ότι όλοι πονέσαμε. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ούτε για μια στιγμή, ότι όλοι μα ς συλλογικά, αλλά και ο καθένας μας προσωπικά, μέσα στο Κίνημα, τα μέλη της Κυβέρνησης, τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τα στελέχη μας, ακόμα και οι ψηφοφόροι μας, οι φίλοι μας, οι οικογένειές μας, σήκωσαν ένα απίστευτο βάρος αυτά τα δύο χρόνια.
Αποφασίσαμε να βάλουμε  στην άκρη την έννοια του πρόσκαιρου πολιτικού κόστους. Σηκώσαμε ένα σταυρό, που δεν μας ανήκε. Ήμασταν αντιμέτωποι με αμαρτίες πολλών ετών. Συγκρουστήκαμε με νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες και είχαμε απέναντί μας τη βαθιά δυσπιστία και εταίρων μας, και της διεθνούς κοινότητας, για τις δυνατότητες, αλλά ακόμα και για την ειλικρίνεια της Ελλάδας.
Βάλαμε πάνω απ’ όλα, όμως, πάνω από τις προσωπικές μας ή πολιτικές μας φιλοδοξίες, το ευρύτερο συλλογικό συμφέρον. Και αυτό, νομζω, είναι μια αξία ταυτισμένη με τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ. Το πώς το υπηρετήσαμε, αν μπορούσαμε καλύτερα ή χειρότερα, ας το αξιολογήσουμε. Αλλά το υπηρετήσαμε.
Στα δύο αυτά χρόνια, και εγώ θα μπορούσα να αλλάξω πολλά, κοιτάζοντας πίσω. Ήξερα ότι το πρόβλημα είναι βασικά διαρθρωτικό, θεσμικό, ότι υπήρχε ανάγκη βαθύτερων αλλαγών στο κράτος, πάταξης της διαφθοράς και της ανομίας. Έπρεπε να επιμείνω. Έκανα λάθος που δεν επέμεινα περισσότερο σε αυτό, παρά τις πολλές συσκέψεις για τα φάρμακα και τη συνταγογράφηση, για τη φοροδιαφυγή, για την μέχρι τώρα ασυλία στους μεγαλοπαράγοντες, για την αργοπορία της Δικαιοσύνης. Ήταν λάθος που δεν αλλάξαμε άμεσα το εκλογικό σύστημα, που δεν βάλαμε άμεσα ένα πλαίσιο διαφάνειας στα Μέσα Ενημέρωσης, που πιστέψαμε τις προβλέψεις των διεθνών Οργανισμών – έγκυρων, βεβαίως – για το εύρος και τη διάρκεια της κρίσης.
Φορτωθήκαμε στις πλάτες μας αμαρτίες πολλών άλλων. Καλά κάναμε, βέβαια, γιατί εμείς είχαμε την ευθύνη της χώρας. Και εγώ δεν έχω πρόβλημα να αναλάβω την ευθύνη να λύσω ένα πρόβλημα, για το οποίο δεν ευθύνομαι άμεσα. Αλλά δεν θα αναλάβω και δεν πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη για λάθη άλλων, για το ότι φτάσαμε εδώ. Δεν έχω πρόβλημα να αναλάβω τις ευθύνες μου ως Πρωθυπουργός, δεν με νοιάζει – και το απέδειξα – το πολιτικό κόστος.
Δεν δέχομαι, όμως, μαθήματα περί τόλμης. Δεν ήμουν ούτε άτολμος, αλλά και δεν ήμουν εγώ ο άτολμος. Η μόνη μομφή που δέχομαι, είναι ότι πάντα ήθελα να προχωρήσω με συναίνεση μεταξύ μας. Βέβαια, τα χρονικά περιθώρια και οι πιέσεις δεν μας επέτρεψαν ακόμα πιο ευρύτερες συναινέσεις και διαβουλεύσεις, κάτι το οποίο θελήσαμε να εμπεδώσουμε – έναν διαφορετικό πολιτικό πολιτισμό.
Αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε σήμερα, όμως, είναι να αυτομαστιγωνόμαστε καθημερινά, διότι αυτό δεν θα φέρει αποτέλεσμα. Αντιθέτως, μπορεί να είναι μια εύκολη απόδραση, που όμως θα μετανιώσουμε – πιστεύω, όλοι μας – και βεβαίως, δεν θα δικαιώσουμε και τις σημαντικές προσδοκίες του ίδιου του Ελληνικού λαού.
Δεν πιστεύω ότι  προδώσαμε αρχές και αξίες  μας. Πιστεύω ότι παλέψαμε γι’ αυτές, μέσα σε ένα πάρα πολύ δύσκολο πλαίσιο. Και αυτή η αυτοθυσία μας, πρέπει να είναι μια ιστορική παρακαταθήκη για την παράταξή μας. Δεν μπορεί να αποδομηθεί, ούτε να υποτιμηθεί, έστω κι αν δεν έχει δεόντως εκτιμηθεί στη συγκυρία αυτή.
Αποτελεί μια τομή στην πολιτική ζωή του τόπου, στον πολιτισμό μας, και δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφήσουμε να αποδομηθεί από θεωρίες συνωμοσίας, από εύκολους αφορισμούς που δεν οδηγούν πουθενά, από μια εύκολη κριτική για το πόσο διαπραγματευθήκαμε ή όχι, με ανύπαρκτες οπτασίες για εύκολες, ανώδυνες εναλλακτικές λύσεις.
Όταν ήμασταν κοντά  στη χρεοκοπία, εμείς την αποφύγαμε. Δημιουργήθηκε ένας μηχανισμός, που δεν ήταν καθόλου αυτονόητος. Αποφασίσαμε ότι είναι προς το συμφέρον μας να μείνουμε στην Ευρωζώνη και το διασφαλίσαμε μέχρι σήμερα. Συνειδητοποιήσαμε ότι χρειάζεται ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο, ότι η ανάπτυξη δεν έρχεται με το να πετάς χρήματα, αλλά με το να επενδύεις σωστά, ποιοτικά, πράσινα, ανταγωνιστικά και ελληνικά.
Μπήκαν μπροστά  μεγάλες μεταρρυθμίσεις, τόσες μάλιστα όσο ποτέ άλλοτε, τις προηγούμενες δεκαετίες από τη μεταπολίτευση. Παρότι αργήσαμε, σήμερα, δημιουργείται σιγά-σιγά η αίσθηση ότι ο νόμος ισχύει και για τους ισχυρούς, ότι προστατεύουμε δικαιώματα και όχι προνόμια, ότι εμπεδώνεται η ισονομία και η δικαιοσύνη, ότι ο φοροφυγάς δεν μπορεί να φορτώνει βάρη στον μισθωτό και τον συνεπή φορολογούμενο.
Με μεγάλες δυσκολίες, αλλά με επιμονή, καταφέραμε ένα ελάχιστο, αλλά απαραίτητο πεδίο εθνικής συναίνεσης. Και οι Έλληνες πολίτες, παρά τη διεθνή ειδησεογραφία, που αποδείχθηκε πολλές φορές κατώτερη των περιστάσεων, έδειξαν απίστευτη ωριμότητα και κατανόηση για μια κατάσταση άκρως δύσκολη, πολύπλοκη και ρευστή, υπομένοντας τις μεγαλύτερες θυσίες της πρόσφατης ιστορίας μας.
Και με τις θυσίες αυτές, εξασφαλίσαμε και την τεράστια μείωση του βάρους του χρέους που  κληρονομήσαμε, με νέους δανειοδοτικούς όρους, ευνοϊκούς για την Ελλάδα, δίνοντας προοπτική για τη νέα γενιά της χώρας μας, που πράγματι σήμερα βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη θέση. Εξασφαλίζουμε, όμως, μια προοπτική.
Αυτές είναι κατακτήσεις  που δεν μπορεί να ισοπεδώνονται, όσο κι αν τα σημερινά προβλήματα της χώρας είναι μεγάλα. Είμαστε σε μια μετάβαση, στο μέσο αυτής της μετάβασης. Και αυτή η μετάβαση πρέπει να συνεχιστεί, να γίνει με τον πιο σωστό, αποτελεσματικό, ανθρώπινο και κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Αλλά πίσω δεν μπορούμε να πάμε, ούτε να σταματήσουμε εδώ όπου φτάσαμε, χάνοντας θυσίες και κόπους.
Όπως σας είπα, εγώ θα κάνω το καθήκον μου, όμως, αυτό δεν αρκεί. Διάφοροι, εντός ή εκτός ΠΑΣΟΚ, θεωρούν ότι θα ήταν σκόπιμο, για πολλούς λόγους, να γίνει ένα πρόσωπο το εξιλαστήριο θύμα, αφορίζοντας έτσι τα πραγματικά προβλήματα του τόπου.
Εύκολο είναι, να είναι ο Γιώργος Παπανδρέου αυτός ο στόχος. Επαναλαμβάνω: αυτό, όχι μόνο θα αποπροσανατολίσει, αλλά θα δημιουργήσει και ψευδαισθήσεις για τα πραγματικά προβλήματα της χώρας. Κι αν δεν είμαστε ειλικρινείς για τα πραγματικά προβλήματα, αυτά που σήμερα πρέπει να αλλάξουμε, η χώρα θα πάει πίσω.
Ξέρω, επίσης, ότι ενόχλησα και ενοχλώ διάφορα εξωθεσμικά κέντρα και συμφέροντα. Αυτό θα το κάνω μια ζωή, από όπου κι αν βρίσκομαι. Ποτέ δεν έσκυψα και δεν θα σκύψω το κεφάλι. Και δεν δέχομαι την αιχμαλωσία της πολιτικής, με στόχο την παρασιτική επιβίωση κάποιων.
Αυτό τον αγώνα, θα τον συνεχίσω, για να υπάρξει ένα ευνομούμενο κράτος, η αυτονομία της πολιτικής – το στοίχημα της δημοκρατίας, που δεν είναι μόνο ελληνικό, δεν είναι μόνο «ΠΑΣΟΚικό», είναι και στοίχημα στην Ευρώπη και διεθνώς.
Είναι, όμως, σήμερα ανάγκη να εστιάσουμε στα πραγματικά διλήμματα που έχει η χώρα και, βέβαια, το ΠΑΣΟΚ.
Πρώτα απ΄ όλα, κάνοντας μια αρχική αξιολόγηση της πορείας μας – παρότι τα δύο χρόνια που βρισκόμασταν στην Κυβέρνηση, θεωρητικά, είναι στη μέση της θητείας μας κι όχι στο τέλος της – για να δούμε τα συν και τα πλην, αλλά και τα βασικά διακυβεύματα.
Δεύτερον, να ορίσουμε παράλληλα τον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος, μέσα στο πλαίσιο των νέων ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων και προκλήσεων.
Τρίτον, αναδεικνύοντας και πάλι τον πυρήνα των δικών μας αξιών, των δικών μας στόχων, για την επόμενη περίοδο, κοιτάζοντας με ειλικρίνεια το όχημα που λέγεται «ΠΑΣΟΚ», τις μεγάλες αλλαγές που και το ΠΑΣΟΚ, εσωτερικά, πρέπει να κάνει, καταστατικές ή και άλλες θα έλεγα, προς την κατεύθυνση της περισσότερης δημοκρατίας και της ακόμα πιο ανοιχτής λειτουργίας, προκειμένου να εδραιώσουμε και να προωθήσουμε και την αυτονομία της πολιτικής.
Τέταρτον, την περίοδο αυτή, να συνδιαμορφώσουμε τους στόχους για την Κυβέρνηση, στηρίζοντάς την στο έργο της, ελέγχοντας ως ΠΑΣΟΚ το έργο της, παίζοντας ένα πιο ουσιαστικό ρόλο, αν θέλετε, ως κόμμα, κάτι το οποίο αποτελεί και μια αυτοκριτική, διότι πράγματι δεν παίξαμε αυτό το ρόλο, θέτοντας τις προτεραιότητες που θεωρούμε απαραίτητες για τον τόπο και δίνοντας και το δικό μας πολιτικό στίγμα αυτή την εποχή.
Πέμπτον, στον προσυνεδριακό μας διάλογο, να διαμορφωθούν οι άξονες του νέου μας προεκλογικού προγράμματος.
Πιστεύω ότι όλοι μπορούμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, με την ίδια αποφασιστικότητα και αυτοθυσία, ώστε να συμβάλουμε συλλογικά στην πορεία της χώρας, αλλά και του ίδιου του ΠΑΣΟΚ.
Θα ξεκινήσω από  το τελευταίο, που αφορά στη σημερινή Κυβέρνηση και στις εθνικές εκλογές. Σε συναντήσεις που είχα με τους Αρχηγούς των άλλων κομμάτων, είχα τονίσει την ανάγκη να συνεχιστεί η πορεία προσαρμογής, με ευρύτατες συναινέσεις. Και τόνισα ότι οι διορθωτικές κινήσεις και διαπραγματεύσεις θα είναι συνεχώς στην ατζέντα με τους θεσμικούς μας εταίρους. Επεσήμανα, όμως, ότι η γρήγορη προσφυγή στις κάλπες θα ήταν βλαπτική και αδιέξοδη.
Στις τελευταίες συναντήσεις που είχαμε, ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, μίλησα για Κυβέρνηση συνεργασίας, που θα εξαντλούσε την τετραετία. Αυτό, βέβαια, όπως ξέρετε, απορρίφθηκε από τη Νέα Δημοκρατία. Όμως, το ελάχιστο το οποίο δέχθηκα, είναι να ολοκληρώσει αυτή η Κυβέρνηση το βασικό έργο, που απορρέει από τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου και, βεβαίως, από τις προγραμματικές δηλώσεις. Χαίρομαι για το γεγονός ότι, μετά από μια περίοδο ταλάντευσης της Νέας Δημοκρατίας, προχθές εξέδωσαν ανακοίνωση, αποδεχόμενοι αυτή την αρχή.
Στις συζητήσεις  που είχα και σήμερα με τον  Πρωθυπουργό, Λουκά Παπαδήμο, συμφωνήθηκε ότι χρειάζεται ένας εύλογος χρόνος, που θα διασφαλίσει οριστικά την εφαρμογή αυτών των αποφάσεων, την ευεργετική για τον πολίτη και την οικονομία εφαρμογή του «PSI», την αναδιάρθρωση των Τραπεζών, την επανακεφαλαιοποίησή τους, τη διαπραγμάτευση και ψήφιση του νέου προγράμματος.
Και παράλληλα, πρέπει να συνεχιστεί και η εφαρμογή του προγράμματος, με διαρθρωτικές αλλαγές, με νομοθετικές και διοικητικές πρωτοβουλίες, με ακούραστη δουλειά, για να μην μείνουμε πίσω. Οι δύσκολες διαπραγματεύσεις που έχουμε μέσα στο Γενάρη και το Φλεβάρη – θα σας πει σχετικά και ο σύντροφος, Βαγγέλης Βενιζέλος – δεν μπορούν να συνδυαστούν με πολιτική αβεβαιότητα.
Και ξέρετε ότι οι θεσμικοί μας εταίροι είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σε αυτό το ζήτημα. Και ξέρετε, επίσης, ότι η επόμενη δόση, η 7η δόση, η πρώτη του νέου προγράμματος, δεν είναι των 8 δισεκατομμυρίων, αλλά των 80 δισεκατομμυρίων.
Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος, για να δοθεί ένας εύλογος χρόνος στην Κυβέρνηση. Γι’ αυτό, η «φιλολογία» περί άμεσων εκλογών αποδομεί την Κυβέρνηση, αν δεν είναι και καταστροφική για την ποιότητα του έργου της. Ίσως κάποιοι αυτό να θέλουν, χωρίς να το ομολογούν. Εμείς, όμως, αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε. Και αυτή πρέπει να είναι η στάση όλων μας, εντός και εκτός Κυβέρνησης.
Ανάλογη πρέπει να είναι η στάση όλων μας και για τις εσωτερικές μας διαδικασίες. Θυμίζω ότι η κοινοβουλευτική σύνθεση έχει, βεβαίως, εντολή τετραετίας, όχι διετίας, και με τη σημερινή της σύνθεση παραμένουμε πλειοψηφία, ασχέτως αν για πολλούς λόγους χρειάστηκε να αναζητήσουμε μεγάλες πλειοψηφίες.
Χρειάζεται να διασφαλίσουμε τη λειτουργικότητα και παραγωγικότητα αυτής της Κυβέρνησης, υπό τον Λουκά Παπαδήμο, μέχρι τις εκλογές. Και αυτό επαφίεται κυρίως θα έλεγα, όχι μόνον, αλλά κυρίως, στη δική μας υπεύθυνη στάση, αλλά και στη στάση του καθενός μας προσωπικά.
Και βέβαια, χρειάζεται να προετοιμαστούμε για τις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Ποιο είναι το ιδεολογικό μας στίγμα, ποιες αξίες πρεσβεύουμε και πώς τις αναδεικνύουμε, τι κόμμα ξαναφτιάχνουμε, ποια τα πολιτικά διλήμματα, ποιες οι βασικές μας κατευθύνσεις. Και έχω από πολλούς την αίσθηση, ίσως και απαίτηση από άλλους, ότι πρέπει να υπάρξει κι ένας ουσιαστικός εσωτερικός πολιτικός διάλογος, ακριβώς γι’ αυτά τα θέματα, αλλά και για να συνθέσουμε, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε αυτή τη μάχη.
Είναι χρέος μας να αξιολογήσουμε την πορεία μας, όπως είπα, προκειμένου να διαμορφώσουμε ένα αξιόπιστο προεκλογικό πρόγραμμα, που θα εμπνεύσει και σιγουριά και προοπτική. Μια Ελλάδα που ξεπερνά την κρίση, αλλά και δημιουργεί βάσεις για να σταθεί πια στα δικά της πόδια.
Όμως, όσο διαρκεί  αυτή η Κυβέρνηση – λιγότερους ή περισσότερους μήνες – πρέπει εμείς, στο ΠΑΣΟΚ, ως Κίνημα, ως Κοινοβουλευτική Ομάδα, να παίρνουμε πολιτικές πρωτοβουλίες, που αναδεικνύουν το δικό μας πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα, με βασικούς άξονες τα παρακάτω, τα οποία θεωρώ ότι είναι σημαντικά και τα οποία με πολλούς από εσάς έχω συζητήσει:
Πρώτα απ΄ όλα, η χώρα έχει ανάγκη από σοβαρές πολιτικές και από υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες, που κατανοούν τις προτεραιότητες. Και πρέπει να πετύχει το σχέδιο διάσωσης, για το οποίο έχουν ήδη γίνει πολλές θυσίες. Όπως είπα, είμαστε στο μέσο της εφαρμογής του, και η Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές, πρέπει αυτό να το εγγυηθεί.
Δεύτερον, οι πολιτικές  μας όλο και περισσότερο πρέπει να εμπεριέχουν μέτρα δικαιοσύνης, στήριξης του αδύναμου, στήριξης όσων πλήττονται προσωρινά από την ύφεση και την προσαρμογή. Η ανακατανομή του πλούτου και της δημοκρατικής εξουσίας, θα έλεγα, είναι μέρος της λύσης της σημερινής κρίσης, όχι πρόβλημα. Ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, που θα έχει εχέγγυα αποτελεσματικότητας, με βασική προτεραιότητα την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και τη δημοσιονομική ισορροπία.
Τρίτον, η αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Και θα μπορούσε να ενταχθεί ακόμα και το θέμα της παιδείας μέσα σ’ αυτό το ευρύτατο πλαίσιο της κοινωνικής πρόνοιας. Δεν αρκεί να έχουμε ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, χρειαζόμαστε και ενεργές πολιτικές για να βοηθήσουμε τον άνεργο, να στηρίξουμε την μετάβασή του σε ένα επάγγελμα, σε μια πιο σίγουρη δουλειά, σε μια νέα τεχνολογία, σε έναν άλλο τομέα της οικονομίας. Να αλλάξουμε το σύστημα των γενικών εξετάσεων, να αναδιαρθρώσουμε τη γενική και τεχνική παιδεία, την πρόνοια για γονείς και για μονογονεϊκές οικογένειες, να στηρίξουμε την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία μας, να συνεχίσουμε την εξάπλωση της πετυχημένης πολιτικής μας για τους εθισμένους σε ναρκωτικά, την εφαρμογή του προγράμματος κοινωφελούς εργασίας. Όλα αυτά παραμένουν προτεραιότητες για ένα σύγχρονο σύστημα κοινωνικής προστασίας.
Τέταρτον, έχουμε την άλλη αναπτυξιακή μας προοπτική, για ένα αναπτυξιακό μοντέλο που μας επιτρέπει να σταθούμε στις δικές μας, ελληνικές δυνάμεις, στα δικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η αξιοποίηση του πλούτου μας, των ακινήτων και της δημόσιας περιουσίας, όπως το Ελληνικό, το Κέντρο της Αθήνας, η τουριστική ανάπτυξη στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, όλα αυτά είναι σημεία τα οποία θα πρέπει και να δρομολογηθούν, αλλά και να είναι μέρος του προεκλογικού μας προγράμματος.
Τέλος, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την περίοδο αυτή για την προώθηση μεγάλων θεσμικών αλλαγών, που απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις – είναι μια ευκαιρία. Μακάρι αυτή την ευκαιρία, να την αξιοποιήσουν και τα άλλα κόμματα. Εμείς, πάντως, πρέπει να την προωθήσουμε, από το πολιτικό σύστημα, μέχρι και τη διαφάνεια στα Μέσα Ενημέρωσης, τη χρηματοδότησή τους, τις αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και πρωτοβουλίες ακόμα και στην εξωτερική πολιτική.
Χρειάζεται για  όλα τα παραπάνω ενότητα του Κινήματός μας. Ένα Κίνημα, με ισχυρή πολιτική βούληση γι’ αυτές τις αλλαγές. Ήμασταν μέχρι σήμερα ο πυλώνας της σταθερότητας, αλλά και της προοπτικής της χώρας. Καμία άλλη πολιτική δύναμη δεν εγγυάται αυτή την πορεία. Και για το λόγο αυτό, ο ρόλος μας είναι κρίσιμος και εθνικής σημασίας.
Όπως είπα, βέβαια, χρειάζεται μια δημιουργική αποτίμηση των όσων κάνουμε. Χρειάζεται να αναδείξουμε καινοτόμες ιδέες, να δούμε τα προβλήματα και πώς μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε με διαφορετικούς τρόπους – τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την ανεργία. Να δούμε την τεχνολογία, που αξιοποιεί η νέα γενιά και στην οποία ήμασταν κάποια στιγμή πρωτοπόροι, ως ένα μέσο πολιτικής συμμετοχής. Να δούμε πώς θα είναι η διαβούλευση πιο ουσιαστική, πώς η επαφή μας και ο διάλογος θα κάνει τον πολίτη συμμέτοχο και όχι παρατηρητή.
Να δούμε περισσότερο την πράξη και λιγότερο τα λόγια, περισσότερο την ανθρωπιά και, ίσως ακόμα περισσότερο, την ανθρωπιά σ’ αυτούς από τους οποίους ζητούμε να αλλάξουν ριζικά. Δεν είναι εχθροί μας οι συμπολίτες μας, τους χρειαζόμαστε. Τους χρειαζόμαστε, για να κάνουν κι αυτοί την επανάστασή τους. Και εμείς, πρέπει να τους συμπαρασταθούμε, αντί να τους κατηγορούμε.
Δεν μας έφταιξε  ποτέ ο λαός ή ο πολίτης. Μας  έφταιξαν οι πρακτικές, οι νοοτροπίες, η έλλειψη θεσμών και λειτουργιών, που θα δημιουργούσαν την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια, την αλληλεγγύη μεταξύ μας, ώστε οι αλλαγές να είναι συμμετοχικές, να είναι κατάκτηση και προσωπική, πολιτική ιδιοκτησία του καθενός, αλλά και συλλογική επιλογή, όσο επώδυνη κι αν είναι, όχι όμως αλλαγές επιβαλλόμενες και επιφανειακές.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, θέλω να αναφερθώ στο μέτρο της πρόκλησης, αλλά και στον πυρήνα των προβλημάτων μας, όπως εγώ τα αντιλήφθηκα τα δύο τελευταία χρόνια. Είναι μια πρώτη αποτίμηση, που θα πρέπει να συμπληρωθεί με την εμπειρία και τις απόψεις όλων σας, αλλά και των μελών του Κινήματός μας, σ’ αυτή την προσυνεδριακή διαδικασία.
Το σύνολο της  Ευρώπης βυθίζεται σε μια κρίση  χωρίς προηγούμενο, στην ιστορία των τελευταίων δεκαετιών και είναι, θεωρώ, αποτυχία της Ευρώπης της συντήρησης. Όλο και περισσότερο, μιλούν για τον κίνδυνο μιας κρίσης παρόμοιας με αυτήν της δεκαετίας του ’30, 80 χρόνια πριν.
Επίσης, αλλάζουν οι συσχετισμοί διεθνώς. Μεταφέρεται συστηματικά η οικονομική ισχύς προς χώρες της Ανατολής, τις λεγόμενες «BRICs», τις αναδυόμενες οικονομίες. Και είναι για μας, τον αναπτυγμένο κόσμο, και για την Ευρώπη, μια μεγάλη πρόκληση να παραμείνουμε ή να γίνουμε ξανά ανταγωνιστικοί.
Και πάλι, η Ευρώπη της συντήρησης εδώ έχει αποτύχει. Ενώ οι προκλήσεις, κλιματολογικές, οικονομικές, δημογραφικές, ενεργειακές, τεχνολογικές, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε δυνατότητες, έχουν μετατραπεί σε απειλές για τις σημερινές και τις επόμενες γενιές, έχουν μετατραπεί σε μεγάλες ανισότητες εντός των κοινωνιών μας, αλλά και μεταξύ των κοινωνιών και σε αδικίες που υπονομεύουν τη συνοχή, αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Και εδώ, πάλι καλούμαστε, ως ένα Κίνημα με ιστορία και αξίες, να παραμείνουμε πυλώνας σταθερότητας, όπως και ανανέωσης. Η δική μας παράταξη είναι, μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να είναι, παράταξη με ενεργή συμμετοχή και προσφορά και στην παγκόσμια και στην ευρωπαϊκή πολιτική συζήτηση για τα θέματα αυτά.
Η δική μας πολιτική πρέπει παράλληλα να στηρίξει και πρωτοπορίες ελληνικές, που θα αναδεικνύουν αυτό το νέο αναπτυξιακό παράδειγμα. Η δική μας πολιτική μπορεί και πρέπει να εγγυηθεί, παρά τη βοήθεια που σήμερα παίρνουμε και την εξάρτηση που έχουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμικούς μας εταίρους, ότι εμείς είμαστε ο φορέας που θα κάνουμε την Ελλάδα όλο και πιο αυτοδύναμη, στηριζόμενοι στις δικές μας, ελληνικές δυνάμεις.
Αυτό το θεωρώ βασικό μας στοίχημα και το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό, από την εμπειρία των τελευταίων δύο ετών. Να αναπτύξουμε και να ενισχύσουμε δυνάμεις, με επένδυση σε μια διαφορετική παιδεία, στη νεολαία μας, με πρωτοβουλίες της Περιφέρειας και με αξιοποίηση των πόρων τους, σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Έχουμε χρέος να μιλήσουμε με ειλικρίνεια και με καθαρό τρόπο, πρώτα απ’ όλα, για το παγκόσμιο τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε, το οποίο αλλάζει ραγδαία, διότι αυτό μας επηρεάζει και αυτό θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη για τις δικές μας αποφάσεις.
Η Ευρώπη, βέβαια, έχει τεράστιες δυνατότητες, το θέμα είναι αν θέλει, όχι αν μπορεί. Όμως, η συντηρητική Ευρώπη φαίνεται να μην έχει τη βούληση. Και θα συνοψίσω τα διλήμματα που υπάρχουν στην Ευρώπη και παγκοσμίως, σε πολύ απλά διλήμματα.
Είναι το δίλημμα της δημοκρατίας.
Είναι το δίλημμα της δικαιοσύνης και της ισότητας, μπροστά στην ανισότητα που έχει αναπτυχθεί με την παγκοσμιοποίηση.
Και είναι και το δίλημμα της βιώσιμης πράσινης ανάπτυξης, στο φυσικό περιβάλλον όπου ζούμε.
Έχουμε τη σύγκρουση  της δημοκρατίας με τις δυνάμεις των αγορών. Και εδώ, θέλω να θυμίσω ότι, στη συντηρητική Ευρώπη, είχα προτείνει, είχαμε προτείνει και είχαμε συζητήσει σε βάθος, πολλές πολιτικές, με τις οποίες θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την επίθεση των αγορών ή των δυνάμεων των αγορών – γιατί δεν είναι αγορές γενικά, είναι δυνάμεις συγκεκριμένες μέσα στις αγορές.
Από τις αρχές  του 2010, είχα προτείνει τα ευρωομόλογα, για να δανειζόμαστε επί ίσοις όροις, και να μην υπάρχουν εξωφρενικά διαφορετικά επιτόκια μεταξύ των χωρών. Δεν εισακούστηκα και, σήμερα, η κατάσταση που υπάρχει στην Ευρωζώνη αποτελεί αποτυχία των συντηρητικών να κινηθούν δυναμικά και έγκαιρα.
Εμπιστεύτηκαν το λεγόμενο «μαγικό χέρι» της αγοράς, που όλα θα τα λύσει. Και αντί να σταματήσουν την κερδοσκοπία των αγορών, αντί να επιβάλουν μια δημοκρατική εποπτεία στους οίκους αξιολόγησης, αντί να επιβάλουν διαφάνεια στα λεγόμενα «παράγωγα» και στα CDS, αντί να ελέγξουν τις offshore, τους φορολογικούς παραδείσους, αντί να ισχυροποιήσουν έγκαιρα την πυροπροστασία από τις φωτιές των αγορών, η συντηρητική λύση ήταν «πολύ λίγα, πολύ αργά» και, απλώς, ένα πρόγραμμα λιτότητας σε κάθε κράτος.
Βέβαια, είναι ανάγκη να βάλουμε τάξη στα του οίκου μας, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Κι αν γίνει μόνον αυτό, απλώς, θα μας πάει σε μια βαθύτερη ύφεση. Και αυτό το είχαμε επισημάνει από το 2009. Είχαμε μιλήσει για μια ανταγωνιστική πράσινη Ευρώπη, που θα δημιουργεί εργασία, δουλειές για όλους.
Απέναντι και στη  Νέα Δημοκρατία, που μας μιλάει για την ανάπτυξη, εμείς ξέρουμε ότι ρίχνοντας απλώς χρήματα, χωρίς να ξέρουμε πού θα πάνε, αυτό θα βοηθούσε περισσότερο στην δανειακή μας εξάρτηση και στην κρίση του αναπτυξιακού προτύπου.
Γι’ αυτό, είναι απαραίτητο η Ευρωπαϊκή Ένωση να επενδύσει, μέσω των ευρωομολόγων ή της αύξησης του δικού της προϋπολογισμού, αλλά και μέσω άλλων πολιτικών, όπως είναι ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, σε υποδομές, καινοτομία, παιδεία και πράσινη ανάπτυξη. Να γίνουμε ανταγωνιστικοί, όχι λόγω φτήνιας, αλλά λόγω ποιότητας. Αλλιώς, η Ευρώπη θα μπει σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση.
Επίσης, η συντηρητική Ευρώπη καλλιέργησε το λαϊκισμό και το φόβο. Κατηγόρησε λαούς, αντί να αντιμετωπίσει ασθένειες. Δημιουργήθηκε μια ιδεολογική δυσκαμψία, όχι απλά υπέρ των αγορών, αλλά φοβικά κατά των αλλαγών. Ένας φόβος για την ίδια την Ευρωπαϊκής ιδέα, φόβος απέναντι στην μεταφορά εξουσιών ιδιαίτερα από τους μεγάλους παίκτες, φόβος για το ξένο, φόβος για την εμβάθυνση και την αλληλεγγύη.
Ένας φόβος ανάληψης ρίσκου, αλλά και συγκέντρωσης δύναμης, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση και, τελικά, ένας φόβος απέναντι στους ίδιους τους λαούς και τους πολίτες. Και μάλιστα, τώρα που χρειαζόμαστε να εμπιστευθούμε τους λαούς και τους πολίτες, για να μπορέσουμε να δουλέψουμε στενότερα και πιο αποτελεσματικά.
Η Ευρώπη έχει όλες τις  προϋποθέσεις για να διαχειριστεί δημοκρατικά – και όχι στο παρασκήνιο – αυτές τις μεγάλες εσωτερικές, αλλά και ευρύτερες αλλαγές, ώστε να υπηρετεί τους πολίτες και όχι τις ελίτ, όπως σωστά λέει ο Γερμανός φιλόσοφος, Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος μας μιλάει για την μετά-δημοκρατία στην οποία περνάει η Ευρώπη.
Δηλαδή, μια δημοκρατία, που αποτελείται ουσιαστικά από ισχυρούς παίκτες, σε μια διακυβερνητική λειτουργία, οι οποίοι, αργά ή γρήγορα, θα αποξενώσουν τους Ευρωπαίους πολίτες από το πολιτικό εγχείρημα που λέγεται «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Και εδώ, η δική μας ελληνική φωνή, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, έχει προτείνει εναλλακτικές λύσεις, για την ενίσχυση της δημοκρατίας, για τη λειτουργία δημοψηφισμάτων και για πολλά άλλα. Αυτές οι προτάσεις όλο και περισσότερο υιοθετούνται από πολλές προοδευτικές δυνάμεις – Σοσιαλιστές, Πράσινοι, ακόμα και Φιλελεύθεροι, υιοθετούν μια εναλλακτική ευρωπαϊκή πορεία.
Τα λέω αυτά, γιατί  εμείς, το ΠΑΣΟΚ, έχουμε μια ισχυρή ιδεολογική και πολιτική πλατφόρμα για το πού πηγαίνει η Ευρώπη. Σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία και με την παραδοσιακή Αριστερά.
Θα ήθελα, όμως, χωρίς να μακρηγορήσω, να πω δυο λόγια για τη δική μας σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον πυρήνα, όπως εγώ τον βλέπω, της κακοδαιμονίας. Να ξαναπάμε για λίγο στην ένταξή μας στην ΕΟΚ.
Θυμάστε την τότε θέση μας, του Ανδρέα Παπανδρέου, που αναδείκνυε τρία στοιχεία. Δεν ήμασταν ενάντια στην ΕΟΚ. Ήμασταν ενάντια στη συγκεκριμένη ΕΟΚ. Ποια ήταν τότε η δική μας ανάλυση;
Πρώτον, ότι ήταν μια ΕΟΚ σε μια διαιρεμένη Ευρώπη, άρα, για εμάς, η τότε ΕΟΚ συμβόλιζε την ψυχροπολεμική διαίρεση της Ευρώπης, τις εξαρτήσεις αυτής της ψυχροπολεμικής κατάστασης, στην οποία εμείς είχαμε συστηματικά αντιταχθεί.
Δεύτερον, μιλούσαμε  για την Ευρώπη των μονοπωλίων, αλλά εννοούσαμε ότι η ελεύθερη ενιαία αγορά, στην οποία θα μπαίναμε, θα είχε αρνητικές συνέπειες για τις  ελληνικές βιομηχανίες, για τη γεωργία μας και την ανάπτυξη της οικονομίας μας.
Δεν ήμασταν έτοιμοι  και δεν θα μπορούσαμε να ανταγωνιστούμε επί ίσοις όροις τα μεγαθήρια  της τότε Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Αγγλίας ή Ιταλίας. Αυτό θα είχε σαν  αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανισότητας, αλλά και την οικονομική μας εξάρτηση από τα κέντρα αυτά.
Και τρίτον, ήταν μια Ευρώπη, όπως λέγαμε, των Βρυξελλών. Δηλαδή, μια Ευρώπη με δημοκρατικό έλλειμμα. Με τις αποφάσεις μιας ελίτ, ή μιας γραφειοκρατίας, ή των μεγάλων παικτών.
Η πρώτη Συνθήκη  άλλαξε άρδην με την πτώση του Τείχους. Και η Ελλάδα πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας ενιαίας, διευρυμένης και δημοκρατικής Ευρώπης, με τις πολιτικές μας στα Βαλκάνια, την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., τη νέα μας ευρωπαϊκή προσέγγιση με την Τουρκία, τη στήριξη των νέων μελών, αλλά και την πολιτική της ευρωπαϊκής γειτονίας, που η τότε Προεδρία μας προώθησε. Η Ευρώπη δεν ήταν πια η ψυχροπολεμική Ευρώπη.
Όσο για το δεύτερο  ζήτημα της ενοποίησης της αγοράς, από το ’81 και μετά, δώσαμε μια μάχη για τα Ταμεία Συνοχής – όπως θυμάστε – τα Μεσογειακά Προγράμματα, το τότε Μνημόνιο, για τη μεγαλύτερη στήριξη της ελληνικής παραγωγικής βάσης. Οι διαπραγματεύσεις μας ήταν πετυχημένες. Κερδίσαμε πολλά σε οικονομικό επίπεδο.
Το ερώτημα, όμως, σήμερα είναι, πώς αξιοποιήθηκαν αυτές τις δεκαετίες τα χρήματα; Μεγάλοι και παραδοσιακοί τομείς της βιομηχανίας μας έσβησαν. Οι γεωργοί μας έγιναν πλουσιότεροι, αλλά η γεωργία μας φτωχότερη και μη ανταγωνιστική. Ο τουρισμός μας έχασε και αυτός σε ανταγωνιστικότητα.
Δημιουργήσαμε αρκετές υποδομές, αλλά το πόσο αυτές συνέβαλαν στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, ή στην κοινωνική συνοχή, είναι αμφισβητήσιμο. Τα προγράμματα του Κοινωνικού Ταμείου, αντί να στηρίξουν την επαγγελματική κατάρτιση, την αυτο-ενδυνάμωση των νέων και ανέργων, βοήθησαν πολλούς συμβούλους να πλουτίσουν και να φτιάξουν υποδομές εκπαιδευτικές, αμφιβόλου χρησιμότητας.
Η Ελλάδα έγινε εξαρτώμενη από την Ευρώπη, αντί να γίνει όλο και πιο ανταγωνιστική και να σταθεί στα δικά της πόδια. Θα θυμάστε τις θεωρίες μας περί κέντρου και περιφέρειας – εξαρτηθήκαμε από ένα οικονομικό κέντρο, δημιουργώντας μια εξαρτημένη αστική τάξη, με δομές περισσότερο παρασιτικές, παρά παραγωγικές.
Σε αντίθεση με χώρες  της Ανατολικής και της Κεντρικής  Ευρώπης, που πέρασαν από μια  διαδικασία «Glasnost» και Περεστρόικας. Και δεν υιοθετώ αναγκαστικά τις πολιτικές, όπως τις εφάρμοσαν εκείνες οι χώρες, αλλά αυτές οι έννοιες ήταν η διαφάνεια από τη μια και η ανασυγκρότηση από την άλλη. Δηλαδή, ουσιαστικά, ένα διαφορετικό κράτος, που θα έσπαγε το πελατειακό και συντηρητικό κράτος των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Εμείς δεν το καταφέραμε. Δεν το καταφέραμε, στο μέτρο που θα έπρεπε. Και μάλιστα, αφομοιωθήκαμε σε ένα μεγάλο βαθμό από αυτή την παραδοσιακά δεξιά αντίληψη, απέναντι σε ένα κρατικίστικο πολιτικό σύστημα και, βεβαίως, έτσι γίναμε και πιο ευάλωτοι στις ορέξεις διαφόρων συμφερόντων.
Αυτό θεωρώ ότι  αποτελεί και το βασικό λόγο, εξαιτίας του οποίου αντί να μετατρέψουμε ένα νέο μας πλούτο – γιατί πλούτο είχαμε, είτε των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε ως μέρος της αναπτυξιακής μας τροχιάς, είτε των φθηνών δανείων όταν μπήκαμε στο ευρώ – σε μια ανταγωνιστική οικονομία, τα χρήματα αυτά σκέπασαν ή και τάισαν παλιές μας αδυναμίες, ή και τις ενδυνάμωσαν, δυστυχώς. Έκαναν το κράτος πιο αναχρονιστικό, την οικονομία πιο παρασιτική, την ελληνική κοινωνία πιο καταναλωτική.
Μετά το 2004 δε, με την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του κ. Καραμανλή, αυτή η πελατειακή λογική βρήκε το αποκορύφωμά της. Δεν εξασφάλισε βιώσιμη ανάπτυξη, χειροτέρευσε νοοτροπίες και εξαρτήσεις και εμπέδωσε την αίσθηση αναξιοπιστίας του κράτους, με την αδιαφάνεια και τη διαφθορά στην καθημερινή ατζέντα.
Όταν λοιπόν κόπηκε αυτός ο ομφάλιος λώρος, προ διετίας, βρεθήκαμε να μην μπορούμε να σταθούμε στα δικά μας πόδια. Βρέθηκε η ελληνική βιομηχανία, η γεωργία, οι υπηρεσίες, σε δυσκολία να προσαρμοστούν και, βέβαια, με βασικό ασθενή το ίδιο το κράτος.
Αγαπητοί σύντροφοι  και συντρόφισσες, επειδή πολλά μας  καταμαρτυρούν για το τι λέγαμε προεκλογικά  και τι είπαμε μετεκλογικά, χωρίς να κουράσω, θέλω να διαβάσω μερικά αποσπάσματα από έναν λόγο, από το Φεβρουάριο του 2009, αρκετούς μήνες προ των εκλογών.
Μιλήσαμε για τις  εξής προτεραιότητες: Ελληνική φωνή παντού και με αξιώσεις. Εξωτερική πολιτική. Πράσινη ανάπτυξη. Παιδεία και πολιτισμός. Κράτος πρόνοιας. Και τέλος, παραγωγικό ευνομούμενο κράτος. Και διαβάζω:
«Για  όλα τα παραπάνω, απαιτείται ένα άλλο κράτος. Απέναντι στην ανομία και την κατάρρευση αρχών και αξιών, απέναντι σε ένα κράτος σπάταλο, πελατειακό, πλαδαρό, χτίζουμε ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, παραγωγικό κράτος, επιτελικό, αποκεντρωμένο.
Ένα κράτος που σέβεται, προστατεύει, στηρίζει, εμπιστεύεται τον  πολίτη. Ένα κράτος – στρατηγείο, με Υπουργεία που  θα ασχολούνται κυρίως με την χάραξη των  πολιτικών και  Υπηρεσίες κοντά  στον πολίτη, στους νέους ισχυρούς Δήμους.
Με  ενίσχυση της δημοκρατίας  μας, τόσο ως προς την  λήψη αποφάσεων – δημοψήφισμα – όσο και ως προς την άσκηση νομοθετικού έργου – διπλές αναγνώσεις. Με ένα νέο εκλογικό νόμο, που απορρίπτει την πελατεία και τον κακό ανταγωνισμό, που κατοχυρώνει την αυτονομία της πολιτικής.
Ένα κράτος, όπου ο φορολογούμενος θα ξέρει πού πήγαν  τα λεφτά του, ο  επιχειρηματίας σε πόσες  μέρες θα εκδοθεί  η άδειά του, τι πρέπει να πληρώσει, ο νέος τι προσόντα και δεξιότητες πρέπει ν’ αποκτήσει για να βρει δουλειά, ποιες οι ευθύνες και τα δικαιώματα του πολίτη».
Συνεχίζω: πολλοί μας  ρωτάνε, «πού θα βρείτε τα λεφτά, για  να χρηματοδοτήσετε το σχέδιό σας;». Απαντώ – στην τότε ομιλία:
«Πολιτική σημαίνει προτεραιότητες. Θα τα βρούμε από  τις φοροαπαλλαγές που έδωσε η Νέα Δημοκρατία στους μεγαλομετόχους, τους μεγαλοϊδιοκτήτες, τους εκλεκτούς.
Πηγαίνοντας τον προϋπολογισμό  γραμμή-γραμμή, για  να κόψουμε όλες τις  αντιπαραγωγικές  δαπάνες, ανακατανέμοντας  δαπάνες για να αυξήσουμε δημόσιες επενδύσεις και να χρηματοδοτήσουμε την πολιτική μας για το κοινωνικό κράτος, αξιοποιώντας τη μεγάλη ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, για να φέρουμε έσοδα στα Ταμεία και όχι για να πλουτίζουν επίορκοι ηγούμενοι και οι πολιτικοί τους προστάτες.
Αξιοποιώντας  τα κοινοτικά κονδύλια ύψους 24 δις ευρώ, αποκαθιστώντας τους φοροεισπρακτικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς, αποκαθιστώντας σχέσεις εμπιστοσύνης και διαφάνειας με τον πολίτη.
Αναβαθμίζοντας  την εταιρική διακυβέρνηση στις ΔΕΚΟ, ώστε να μειωθούν οι ζημιές από τους υπερβολικούς μισθούς, τις αδιαφανείς προμήθειες και τις χαριστικές ρυθμίσεις σε ιδιωτικά συμφέροντα κάτω από το τραπέζι. Καταργώντας ή συγχωνεύοντας δημόσιους Οργανισμούς, που σήμερα υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, για να εξασφαλίζουν χρυσούς μισθούς σε λίγους. Εξοικονομώντας κονδύλια από την επανεξέταση εξοπλιστικών προγραμμάτων, που η Νέα Δημοκρατία τα εξαγγέλλει, με μόνο στόχο να κάνει διεθνείς δημόσιες σχέσεις.
Επιπλέον, χτυπώντας τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και κερδίζοντας  τον πόλεμο που  έχουμε κηρύξει στη  διαφθορά. Γιατί εμείς  θα κυβερνήσουμε με τη διαφάνεια, πρώτο  και απαράβατο  κανόνα. Με λογοδοσία  όλων των οργάνων  της εξουσίας, όλοι θα είμαστε ανοιχτοί στον έλεγχο της κοινωνίας».
Αυτά έλεγα προεκλογικά  και με αυτά τα λόγια έπεισα τους εταίρους μας, στην πρώτη συνάντηση  που είχα μαζί τους, στο Συμβούλιο  Κορυφής. Έπεισα για τι; Για να αποφύγουμε τις άγριες περικοπές ή τις  απότομες αυξήσεις φόρων. Ήλπιζα ότι θα μπορούσαμε, με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές, να κάνουμε τις απαραίτητες οικονομίες και να εκσυγχρονίσουμε το ελληνικό κράτος.
Όχι φίλες και  φίλοι, δεν αργήσαμε να πάρουμε μέτρα. Δεν θελήσαμε να πάρουμε μέτρα  οριζόντια, πριν δοκιμάσουμε να καταφέρουμε να γίνουν οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές.
Γιατί προεκλογικά, δεν τάξαμε παροχές, παρά μόνο αλλαγές. Το σύνθημά μας ήταν «ή αλλάζουμε  ή βουλιάζουμε». Και τότε, το πόσο δίκιο είχαμε, ίσως δεν το γνωρίζαμε  ούτε εμείς οι ίδιοι.
Ήταν δύσκολη η  κατάσταση, αλλά ο προεκλογικός μας λόγος δεν ήταν να μοιράσουμε λεφτά, όπως κάποιοι μας συκοφαντούν, διαστρεβλώνοντας με χυδαίο τρόπο τη φράση «λεφτά υπάρχουν» και αποκόπτοντάς την από όλη την υπόλοιπη φράση και ανάλυση, την οποία σας διάβασα.
Δεν τάξαμε λεφτά  στις εκλογές, λίγα ήταν ίσως αυτά που υποσχεθήκαμε – κάτι παραπάνω στην παιδεία ή στο μισθό, για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Μιλήσαμε για τις μεγάλες αλλαγές. Δεν είχαμε, όμως, στόχο να κάνουμε και άγριες περικοπές. Όμως, δεν ξέραμε, και το τονίζω αυτό, την κατάσταση της χώρας. Αυτό το τονίζω ξανά.
Έλεγαν, «μα ξέρατε περίπου ότι θα έχει μεγάλο έλλειμμα»  κτλ. Να ξαναθυμίσω ότι το προϋπολογιζόμενο έλλειμμα ήταν 2% αρχικά, 6% η επίσημη  ανακοίνωση λίγες ημέρες προ των  εκλογών, μετά πήγε στο 12% και με διαδοχικές αναθεωρήσεις στο 16%. Έχει μεγάλη διαφορά, θα μου πείτε; Τεράστια διαφορά. Αν το έλλειμμα ήταν 6%, θα το είχαμε ήδη μηδενίσει. Αν ήταν 12%, που ήταν η αρχική μας εκτίμηση, μετά τις εκλογές δηλαδή, θα είχαμε τώρα ήδη κατεβάσει το έλλειμμα στο 6%. Θα ήταν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα.
Καμία σχέση με το μαρτύριο που ζούμε σήμερα ως κοινωνία. Καμία σχέση  με την επώδυνη  προσπάθεια που πρέπει να καταβάλουμε. Κάθε τέτοια απόκλιση προς τα πάνω σήμαινε  πρόσθετα χρόνια προσπάθειας, για να πάμε προς μια καλύτερη κατάσταση.
Δεν πρέπει εμείς – και  το κάνουμε – να υποτιμούμε το μέγεθος  της καυτής πατάτας, που μας πέταξε η Νέα Δημοκρατία. Δεν ξέρω άλλη Κυβέρνηση στην υφήλιο, που είχε να αντιμετωπίσει παρόμοιο δημοσιονομικό  πρόβλημα, μέσα σ’ ένα τόσο πολύπλοκο και νέο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.
Ήταν όλα τέλεια; Όπως είπα, ασφαλώς όχι. Αλλά πρέπει να είμαστε ακριβοδίκαιοι, να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν, τα λάθη που μας αναλογούν, αλλά να μην ταυτιζόμαστε με την ισοπεδωτική λαϊκίστικη κριτική άλλων κομμάτων. Διότι τότε, θα προσφέρουμε πραγματικά κακή υπηρεσία στον τόπο, βολικούς μύθους, που θα διαψευσθούν και θα οδηγήσουν σε λάθος συμπεράσματα, λάθος δρόμους και νέες απογοητεύσεις. Πρέπει να απαντάμε σε αυτά πάντα με ειλικρίνεια.
Και κάτι ακόμα: κανείς δεν περίμενε, ούτε εμείς, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, τις αντιδράσεις των αγορών. Αρχίσαμε να τις καταλαβαίνουμε μερικούς μήνες μετά.
Ήταν αναπόφευκτη  η προσφυγή μας, ρωτούν, στο μηχανισμό  στήριξης; Θα μπορούσα κατ’ αρχήν να πω ότι δεν θα χρειαζόταν μηχανισμός στήριξης, ούτε μνημόνιο, αν τα πεπραγμένα της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν τόσο καταστροφικά.
Αλλά παρά τον  τραγικό απολογισμό της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσα να πω ότι, ναι, μπορούσαμε να αποφύγουμε την προσφυγή στο μηχανισμό, με την εξής προϋπόθεση: κάποια στιγμή στις αρχές του 2009, η χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και η οποία διέσχισε τον Ατλαντικό, άρχισε να επηρεάζει τότε την Ευρώπη, και τα επιτόκια δανεισμού των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης άρχισαν να ανεβαίνουν.
Ποια ήταν η στάση  της Γερμανίας τότε, από τον  σοσιαλδημοκράτη Υπουργό Οικονομικών  της Γερμανίας, για να σταματήσει αυτή τη μικρή φωτιά, που φαινόταν να ξεκινάει; Συγκυβερνούσε τότε το SPD στο μεγάλο συνασπισμό. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών Στάινμπρουκ και προκάτοχος του Σόιμπλε, διεμήνυσε στις αγορές το εξής απλό: «ό,τι κι αν προβλέπουν οι συνθήκες», έτσι το είπε, «η Ευρωζώνη θα στηρίξει όποιο μέλος αντιμετωπίσει πρόβλημα».
Αυτή η αρχική αποφασιστικότητα της Ευρωζώνης  ήταν αρκετή για να ηρεμήσει τις  αγορές, που πίστεψαν ότι η Ευρωζώνη θα συμπεριφερθεί ως ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο χωρών, για να πέσουν τα επιτόκια δανεισμού. Και αυτό έγινε. Αυτή η αποφασιστικότητα δεν υπήρξε στην ελληνική κρίση.
Δεν βοήθησε, βεβαίως, και η καταβαράθρωση του κύρους της χώρας επί Νέας Δημοκρατίας, ούτε η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην Γερμανία. Μια ρητή και σαφής δέσμευση νωρίς, ότι θα σταθεί αλληλέγγυα η Ευρώπη, βεβαίως και η Γερμανία, θα είχε ηρεμήσει πιθανότατα τις αγορές, και η Ελλάδα θα συνέχιζε να δανείζεται κανονικά, αλλά πολύ πιο ομαλά, και θα έριχνε το βάρος στις προσαρμογές που θα έπρεπε να κάνει.
Μια τέτοια δήλωση ήρθε, αλλά πολύ αργά, μετά από πολύ σκληρή μάχη. Μια τέτοια απλή δήλωση είχα ζητήσει  εγώ στις 5 Μαρτίου – θα θυμάστε, ήταν μόλις είχαμε ψηφίσει τα πρώτα δύσκολα μέτρα, δεν είχαμε μπει ακόμα στο μνημόνιο. Εκείνη την ημέρα, πήγα στο Βερολίνο και, εκείνη την ημέρα, περίμενα από τη Μέρκελ να κάνει μια απλή δήλωση, ότι «εμείς θα στηρίξουμε». Κι όμως, είπε: «οι αγορές θα αποφασίσουν».
Η λογική ήταν ότι, τα προβλήματα, θα τα λύσει η Ελλάδα. «Θα τα λύσετε μόνοι σας, διότι είναι δικά σας προβλήματα, πάρτε μέτρα, κόψτε μισθούς και συντάξεις και θα ηρεμήσουν οι αγορές. Η Συνθήκη», έλεγαν, «μας απαγορεύει να βοηθήσουμε ένα άλλο κράτος-μέλος».
Είχα προειδοποιήσει, βεβαίως, ότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο, αλλά η συντηρητική Ευρώπη αρνήθηκε συστηματικά να δει τη συστημική διάσταση της κρίσης, καθώς και ότι σιγά-σιγά θα ανοιγόταν ένα μεγάλο ρήγμα μεταξύ εκείνων που έχουν υψηλότερο ρίσκο και όσων έχουν μικρότερο ρίσκο, με αποτέλεσμα να δανείζονται με υπερβολικά επιτόκια οι μεν, και με χαμηλά οι δε. Πράγμα που θα υπονόμευε τελικά το ίδιο το ευρώ.
Οι αγορές δεν  ηρέμησαν και, βεβαίως, τα υπόλοιπα είναι  η ιστορία, που δεν θέλω να επαναλάβω, την οποία ξέρετε αρκετά καλά. Αν και πολλά έχουν να γραφτούν ακόμα.
Ας έρθουμε στο  δικό μας πρόγραμμα. Πρώτη φορά έγινε  ένα πρόγραμμα, για μια χώρα που  βρίσκεται σε μια ζώνη κοινού νομίσματος. Προχθές, σε συνάντηση με την Τρόικα, τους είπα πως ό,τι και να κάνουμε  εμείς, εάν η Ευρωζώνη δεν σταθεροποιηθεί, θα έχουμε δυσκολίες να φτάσουμε στους στόχους μας. Το ζήσαμε την προηγούμενη χρονιά. Και πράγματι, και οι ίδιοι είχαν πέσει έξω στις προβλέψεις τους. Η αστοχία δεν ήταν δική μας, γιατί απλά δεν ήταν δικές μας οι προβλέψεις, ήταν οι προβλέψεις των πιο έγκυρων διεθνών Οργανισμών.
Κανονικά, θα είχαμε βγει αυτή την περίοδο, το 2012, με θετικό ρυθμό ανάπτυξης και θα μπορούσαμε να δανειστούμε από τις αγορές. Για να δούμε, όμως, ποια ήταν η δύσκολη  διαδρομή.
Πρώτος παράγοντας αστοχίας: η εκ των υστέρων αναθεώρηση των  μεγεθών του προβλήματος, που άφησε πίσω της η Νέα Δημοκρατία. Ξεκινήσαμε τον μηχανισμό, με τον στόχο να μειώσουμε το 13% του ελλείμματος και, σε λίγους μήνες, φθάσαμε να ξεκινήσουμε από μια άλλη αφετηρία, από το 16%. Πράγματι, άλλαξε ο πήχης και η αφετηρία.
Αυτό, όμως, όχι μόνο άλλαξε τα δεδομένα, αλλά δημιούργησε  και νέους φόβους στις διεθνείς αγορές και, βεβαίως, απαιτούσε μεγαλύτερη προσπάθεια και περισσότερες θυσίες για τον Ελληνικό λαό.
Ο δεύτερος παράγοντας, που μας έριξε έξω, ήταν η απόφαση της Deauville. Τότε είχα και δημοσίως αντιταχθεί, διότι αυτή η απόφαση έλεγε ουσιαστικά, «μην επενδύσετε εσείς οι ιδιώτες, σε αυτούς που έχουν υψηλό ρίσκο, γιατί μπορεί εσείς να πληρώσετε στο τέλος». Αυτή ήταν μια αυτό-επιβεβαιούμενη προφητεία – ακριβώς έτσι την είχα ονομάσει – και βεβαίως, μετά μπήκε και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία στο μηχανισμό.
Χαίρομαι βέβαια που αυτή η απόφαση άλλαξε για  το νέο μηχανισμό. Και χαίρομαι που, παρά τις δυσκολίες, θα υπάρξει το λεγόμενο «PSI», το οποίο θα μειώσει σημαντικά το βάρος των δικών μας χρεών.
Όμως, η αβεβαιότητα  που δημιουργήθηκε γύρω από την  Ελλάδα έπαιξε τεράστιο ρόλο στην πραγματική οικονομία. Η αναβολή της κατανάλωσης, των επενδύσεων, η απόσυρση των  καταθέσεων, η ανασφάλεια, ήταν ένας φαύλος κύκλος, που συνέβαλε στην ύφεση.
Ο τρίτος παράγοντας που λειτούργησε  αρνητικά ήταν, βεβαίως, ο διεθνής  θόρυβος γύρω από την Ευρωζώνη. Η αναβλητικότητα της Ευρώπης, η  γενίκευση της κρίσης και η  απώλεια εμπιστοσύνης στο ευρώ συνολικά.
Ο τέταρτος παράγοντας ήταν ότι υποτιμήθηκαν, κυρίως από τους εταίρους μας, αλλά και από εμάς τους ίδιους, τα προβλήματα όσον αφορά τις επιχειρησιακές δυνατότητες της Δημόσιας Διοίκησης.
Από την αρχή, όμως, έθεσα το ζήτημα της τεχνικής βοήθειας και μεταφοράς τεχνογνωσίας. Και μετά από 1,5 χρόνο, πείστηκαν οι εταίροι μας για την ανάγκη αυτή. Και χαίρομαι, γιατί είναι μια μεγάλη ευκαιρία να φτιάξουμε επιτέλους κράτος.
Θέλω εδώ να πω κάτι, γιατί πολύ εύκολα λέγεται, «μα, άλλαξε Υπουργούς, βάλε Υπουργούς αυτούς, ο ένας Υπουργός είναι πετυχημένος, ο άλλος Υπουργός είναι πιο ικανός» και λοιπά.
Είμαι βαθιά πεπεισμένος, βλέποντας και πολλές άλλες χώρες  πια, ότι το πρόβλημα δεν είναι  στο υπουργικό επίπεδο, αλλά στις πολιτικές που θα ακολουθήσει  κανείς. Εάν δεν φτιάξουμε Δημόσια Διοίκηση, όσους Υπουργούς και να αλλάξουμε, θα έχουμε τεράστια προβλήματα.
Και αυτό, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε, ότι χρειάζονται  πραγματικά βαθύτερες αλλαγές στο  κράτος.
Αυτό σημαίνει ότι  πήγαν στράφι οι προσπάθειές μας; Όχι, αντιθέτως. Μπορεί να ήμασταν ένα πειραματόζωο, να χτυπηθήκαμε, να έγιναν δοκιμές στη δική μας πλάτη περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλον, αλλά έχουμε κερδίσει πολλά για το αύριο. Πολλά, πέραν της αποφυγής της χρεοκοπίας, που μας κράτησαν όρθιους. Αλλά και τη δυνατότητα να κάνουμε αυτή την κρίση ευκαιρία.
Η κρίση αυτή πρέπει να είναι ευκαιρία και για την Ευρώπη, πρέπει να είναι ευκαιρία και για τον Ελληνισμό. Και πιστεύω ότι οι πρώτες νίκες, οι πρώτες αναλαμπές, μπορεί να ανατρέψουν το κλίμα της δυσφορίας για την Ελλάδα και να το μετατρέψουν σε ένα κλίμα θετικό. Και να μιλήσουμε πια, όχι για το ελληνικό πρόβλημα, αλλά τελικά για το ελληνικό θαύμα. Αλλά αυτό επαφίεται στη δική μας βούληση, αποφασιστικότητα και ενότητα.
Η Νέα Δημοκρατία, ξέρετε ότι βασίστηκε τα δύο αυτά χρόνια στην φυσιολογική πολιτική μας φθορά. Ποτέ Κυβέρνηση –οποιαδήποτε Κυβέρνηση- δεν θα μπορούσε παρά να έχει μεγάλη φθορά –λίγο μεγαλύτερη ή λίγο μικρότερη, με το βάρος που έπρεπε να διαχειριστεί αυτή η κυβέρνηση.
Η Νέα Δημοκρατία πόνταρε στην αποτυχία τη δική μας, ουσιαστικά, στην αποτυχία της χώρας, γιατί το πρόγραμμα που εφαρμόσαμε δεν ήταν ένα στενά κομματικό πρόγραμμα, ήταν πρόγραμμα σωτηρίας.
Η δική της πολιτική δεν βασίστηκε ποτέ σε μια υπεύθυνη και υπαρκτή ή ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση. Μιλάνε για ανάπτυξη, αλλά ανάπτυξη ξέρουμε ότι δεν είχαμε επί των ημερών τους. Μιλάνε για κοινωνική ευαισθησία. Πού ήταν αυτή, επί των ημερών τους; Και βεβαίως, σε ό,τι αφορά την διακυβέρνηση, ας δούμε και την πορεία τους στη Βουλή και στις Εξεταστικές Επιτροπές, στις ψηφοφορίες για το παρελθόν, στο κλείσιμο του ματιού στο κίνημα «Δεν πληρώνω», στις καταλήψεις σε κάθε Υπουργείο και, κυρίως, στην αδυναμία τους να στηρίξουν βασικά στοιχεία εκσυγχρονισμού, όπως είναι  η αξιοκρατία και η διαφάνεια.
Όλα αυτά δείχνουν ότι δύσκολα αλλάζει η Νέα Δημοκρατία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν συνεργαζόμαστε καλή τη πίστη με τη Νέα Δημοκρατία, ή ότι η Κυβέρνηση αυτή δεν έχει πολλές δυνατότητες, έστω μέσα στο λίγο χρόνο που έχει, για να προωθήσει σημαντικά θέματα, πέραν των στενών οικονομικών ή δημοσιονομικών μέτρων και πέραν των όσων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων χρειάζονται, στο πλαίσιο του υπάρχοντος προγράμματος προσαρμογής.
Η ελπίδα μου είναι  ότι αυτή η Κυβέρνηση συνεργασίας  μπορεί να αφήσει μια παρακαταθήκη ακόμα: να συμφωνηθούν βασικοί κανόνες, αρχές, θεσμοί, πρακτικές, που θα εκφράζουν μια δημοκρατική Πολιτεία, απελευθερωμένη από κομματικές και πελατειακές λογικές, έχοντας ξεφύγει από την αιχμαλωσία των διαφόρων συμφερόντων.
Κλείνοντας, σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι το διακύβευμα για την Ελλάδα, για τις επόμενες γενιές, είναι να καταστήσουμε την Ελλάδα μια χώρα που στέκεται στα δικά της πόδια, στις δικές της δυνάμεις και στα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Για να το κάνουμε  αυτό, χρειάζεται βαθιά τομή στο  κράτος, βαθιά τομή ενάντια στη διαφθορά και την διαπλοκή. Να μην φοβάται ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος του Ελληνικού λαού διάφορους ισχυρούς παράγοντες των Μέσων, διάφορες μαφίες υπόγειες που, με χρήμα ή με εκβιασμούς, ποδηγετούν τη δημοκρατία.
Αυτό που συνειδητοποίησα, ιδιαίτερα μετά το 2009, είναι ότι έπρεπε γρήγορα να χτυπήσουμε αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές και αυτά τα συμφέροντα. Έγινε αργότερα, δεν έγινε όταν έπρεπε. Γίνεται τώρα και πρέπει να συνεχιστεί, γιατί πρέπει εμείς να καθορίσουμε την ατζέντα της πολιτικής. Το ΠΑΣΟΚ, ως κόμμα, πρέπει να καθορίζει εσωτερικά την ατζέντα των δικών του αποφάσεων, παρά την μήνη όλων αυτών που αισθάνθηκαν ότι δεν τους κάναμε τα χατίρια – και βεβαίως, καλώς δεν τους κάναμε τα χατίρια.
Δεν έχουμε τίποτα με κανέναν. Θέλουμε κανόνες, θέλουμε διαφάνεια, θέλουμε καθαρές σχέσεις. Δεν θα χρειαζόταν εγώ να ασχοληθώ με το εάν ένας εκδότης θα έπαιρνε από την Εθνική Τράπεζα δάνειο. Με ρώτησε κάποιος αρμόδιος και του απάντησα, «δεν χρειάζεται ούτε να με ρωτάς. Αν το δικαιούται με τραπεζικά κριτήρια, καλώς. Εάν δεν το δικαιούται, δεν το δίνεις». Αλλά αυτό για μένα είναι το αυτονόητο, είναι η επανάσταση του αυτονόητου, που πιστεύω ότι εμείς, στο ΠΑΣΟΚ, φέρνουμε σε αυτή τη χώρα, για να δώσουμε το αίσθημα Δικαίου και να μπορούμε να χτυπήσουμε τις λογικές της φοροδιαφυγής και του «δεν πληρώνω».
Να  ανακόψουμε αυτή την προϊούσα παρακμή των θεσμών και να ισχυροποιήσουμε δημοκρατικούς θεσμούς, που θα επιτρέψουν να αποδώσουν αυτά που οφείλουμε στον Ελληνικό λαό. Με την πάταξη της διαφθοράς, με την κοινωνική δικαιοσύνη, με ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, με μια Χάρτα κοινωνικών δικαιωμάτων για την εμπέδωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, με την αλλαγή του εξεταστικού συστήματος, προφανώς, όμως, και με την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αλλά και την αναδιάρθρωση του κράτους, για την στήριξη των επόμενων γενεών.
Κλείνοντας, όπως σας  είπα, εγώ το καθήκον μου, θα το κάνω, όπως πρέπει. Θέλω να βοηθήσω την ενότητα του ΠΑΣΟΚ, διότι το ΠΑΣΟΚ παραμένει πυλώνας σταθερότητας. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει δύναμη αλλαγής. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει εγγύηση προοπτικής. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ο διαμορφωτής της αισιοδοξίας και της ελπίδας της χώρας και του λαού μας

manier-manier