Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Σημεία εισήγησης Πρωθυπουργού Γιώργου Α. Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο

Μεταξύ άλλων, ο Πρωθυπουργός τόνισε τα εξής:

Χρόνια πολλά, κατ’ αρχήν, σε όσους γιορτάζουν. Πιστεύω ότι είμαστε πια κοντά σε συμφωνία με τη Νέα Δημοκρατία. Προχωράμε  με καλή προαίρεση σε αυτές τις  διαπραγματεύσεις. Βεβαίως, επειδή γίνεται πολλή συζήτηση για πρόσωπα και  πράγματα, δεν θέλω να μπω σε μια ονοματολογία.

Εκ των πραγμάτων, όταν κάνει κανείς μια συνεργασία με άλλο κόμμα, υπάρχουν κάποιες κόκκινες γραμμές  ένθεν και ένθεν, οι οποίες βεβαίως  περιορίζουν. Άρα, ενώ θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ιδανικές καταστάσεις, στην πραγματικότητα, αυτές δεν υπάρχουν, απλώς κοιτάει κανείς να βρει την καλύτερη δυνατή λύση.

Το βασικό στοιχείο της  συνεργασίας μας, την οποία έχουμε συμφωνήσει, είναι βεβαίως το πλαίσιο  της 27ης Οκτωβρίου – θα μας πει και ο Βαγγέλης Βενιζέλος τις σχετικές συζητήσεις στο Eurogroup – και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο κεκτημένο πια. Διότι δεν είναι πια κεκτημένο της χώρας, ή μάλλον της Κυβέρνησης, αλλά είναι κεκτημένο ευρύτερα των πολιτικών δυνάμεων, καθώς υπάρχει μια ευρύτερη συναίνεση πολιτικών δυνάμεων πάνω σε αυτό το θέμα.

Χθες, μίλησα και με άλλους Αρχηγούς, δεν μίλησα με τον κ. Τσίπρα και την κυρία Παπαρήγα, μίλησα όμως με τους άλλους Αρχηγούς και των μικρότερων κομμάτων. Τουλάχιστον από τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα, από το δικό μας, της Νέας Δημοκρατίας και του κ. Καρατζαφέρη, συν της κυρίας Μπακογιάννη, υπάρχει πλήρης στήριξη στις αποφάσεις αυτές.


Άσχετα από τους τακτικισμούς που μπορεί να υπάρχουν ή διάφορα  «non papers» που κυκλοφορούν, το σημαντικό είναι ότι εκ των πραγμάτων αποδέχονται την πολιτική αυτή. Και νομίζω, αυτή είναι και μία δικαίωση της προσπάθειά μας, των δύο τελευταίων ετών, με τις όποιες αδυναμίες, με τις όποιες δυσκολίες είχε η προσπάθεια αυτή.

Θέλω να πω δυο λόγια, όμως, γύρω από το ευρύτερο πρόβλημα. Προσωπικά θεωρώ ότι το οικονομικό πρόβλημα είναι μεν υπαρκτό, αλλά είναι ένα πρόβλημα βαθύτερο, πρόβλημα και Δημοκρατίας, και ανισότητας, σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Όλοι οι αναλυτές πια, τουλάχιστον οι προοδευτικοί -αρκετοί  από αυτούς είναι και Νομπελίστες- αναλύουν το φαινόμενο της κρίσης στην Αμερική και διεθνώς ως ένα ζήτημα βαθιάς ανισότητας. Διαπιστώνουν πρώτα απ’ όλα, ότι η συσσώρευση πλούτου σε χέρια λίγων και η μεγάλη ανισότητα που παρατηρείται σήμερα, είναι της ίδιας τάξης με την ανισότητα της εποχής του μεγάλου Κραχ του ’29. Συγκρίνοντας το Κραχ του ’29 με τη σημερινή κρίση, διαπιστώνουν ότι οι δείκτες ανισότητας είναι παρόμοιοι.

Τι σημαίνει στην πράξη  αυτό; Σημαίνει ότι η συσσώρευση του πλούτου δεν πήγαινε στην πραγματική οικονομία. Στην πραγματική οικονομία, οι μισθοί ουσιαστικά έμειναν  αμετάβλητοι ή μειώθηκαν σε πραγματικές τιμές, με αποτέλεσμα, για να διατηρήσει κανείς το επίπεδο ζωής, να υπάρξει μία δανειακή επέκταση, και στην Αμερική, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες και αυτό, βεβαίως, χωρίς να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Με «φούσκες», δηλαδή, όπως τις είδαμε στην Αμερική.

Το δεύτερο, όμως, που  παίζει ρόλο στο θέμα της ανισότητας, εντός της κάθε χώρας αλλά και  διεθνώς, είναι ότι σχεδόν όλες οι αναδυόμενες χώρες, ή τουλάχιστον  πολλές από αυτές, βασίζονται σε ένα  πρόσκαιρο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο βεβαίως αποτελεί και αυτό στοιχείο ανισότητας. Βασίζονται, δηλαδή, σε χαμηλούς μισθούς, σε σχέση με τις αναπτυγμένες χώρες, στην έλλειψη συλλογικών διαπραγματεύσεων, σεβασμού στο περιβάλλον, πολλές φορές, ακόμη και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλα αυτά δίνουν ένα πρόσκαιρο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Αυτό το ανταγωνιστικό  πλεονέκτημα, βεβαίως, μπορεί εν μέρει  να βοηθά τους λαούς αυτούς, αλλά περισσότερο βοηθά στη συσσώρευση πλούτου, εκτός ελέγχου των κρατών. Και όλα αυτά σε ένα αδιαφανές και διεθνοποιημένο σύμπαν στο οποίο κυριαρχούν φορολογικοί παράδεισοι, έλλειψη κανόνων, αδιαφάνεια, CDS, hedge funds και τα λοιπά.

Έτσι έχει συγκεντρωθεί μια τεράστια και ανεξέλεγκτη  δύναμη, η οποία επηρεάζει και  τα πολιτικά συστήματα. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, υπάρχει κατ’ εξοχήν και στην Αμερική. Είναι τα λόμπι, τα πολύ μεγάλα συμφέροντα, τα τραπεζικά συμφέροντα, τα μιντιακά συμφέροντα, που μπορούν πια και αιχμαλωτίζουν το πολιτικό σύστημα.

Το ίδιο συμβαίνει  και στην Ελλάδα. Και εμείς δεχθήκαμε ανελέητη επίθεση από τέτοια συμφέροντα. Και πολλές φορές, η προσπάθεια που γίνεται από αυτά τα συμφέροντα αφορά τη διάβρωση του ίδιου του κοινοβουλευτικού συστήματος, προκειμένου αυτό να πιεστεί για διάφορες ευνοϊκές αποφάσεις, ή να παρεμποδιστεί η διαφάνεια και να προστατευτούν κατεστημένα.

Όπως είπα, αυτό δεν  είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο, είναι διεθνώς ένα φαινόμενο και είναι θέμα Δημοκρατίας τελικά. Τίθεται λοιπόν ένα πολύ σοβαρό θέμα ισχυροποίησης των θεσμών, ουσιαστικής ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας των θεσμών, αλλά και της κάθε χώρας, από τέτοιου είδους συμφέροντα.

Μέσα σ’ αυτό τα πλαίσιο, έπρεπε εμείς να κινηθούμε για  το συμφέρον της πατρίδας. Και αυτό κάναμε. Όμως, πέρα από τις δικές  μας δυνατότητες ως χώρα, η Ευρώπη είχε τη δυνατότητα –και ακόμα περισσότερο οι G-20- να ρυθμίσουν τις αγορές. Γιατί όταν δεν υπάρχει ρύθμιση, δεν υπάρχει σιγουριά και αντιθέτως υπάρχει μεγάλο περιθώριο κερδοσκοπίας.

Θέλω να τονίσω, λοιπόν, πόσο σημαντικό είναι το θέμα της Δημοκρατίας καθώς και πόσο σημαντική είναι και η φωνή των λαών. Και για το θέμα αυτό, το δημοψήφισμα είναι πολύ σημαντικό εργαλείο, παρά τις όποιες κριτικές ακούστηκαν.

Πρέπει όχι μόνο να εδραιώσουμε τη θέση μας στην Ευρώπη, αλλά θεωρώ ότι, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να περάσουμε και ένα μήνυμα στην Ευρώπη, διότι –μπορεί να μην είναι της στιγμής να το συζητήσουμε, αλλά έχουμε μία σύγκρουση αυτή τη στιγμή μεταξύ αγορών και Δημοκρατίας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού.

Πέρα από αυτό, το οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθούμε ως χώρα τους επόμενους μήνες είναι πολύ αυστηρό και συγκεκριμένο. Θεωρώ όμως ότι αποτελεί και μία ευκαιρία, εφ’ όσον υπάρχουν ευρύτερες συναινέσεις, να δούμε και άλλα θέματα θεσμικά, να δούμε και θέματα Συντάγματος ή, τουλάχιστον, προετοιμασίας αλλαγών του Συντάγματος, ακόμα και του εκλογικού συστήματος.

Δεν ξέρω κατά πόσο μπορούμε να βρούμε συναινέσεις, αλλά είναι μια  ευκαιρία να το επιδιώξουμε. Όπως επίσης, θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό, η επόμενη Κυβέρνηση, έστω αυτή η  «ενδιάμεση» αν θέλετε, να συνεχίσει ένα έργο διαφάνειας, πάταξης της διαφθοράς, της ανομίας, της φοροδιαφυγής – και με τη συμφωνία με την Ελβετία – του λαθρεμπορίου, όλα αυτά, δηλαδή, που έχουμε ξεκινήσει, τα οποία, βεβαίως, πληρώνουμε ταυτόχρονα ως πόλεμο εις βάρος μας. Είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Θέλω επίσης να πω δυο  λόγια, σχετικά με τις πιο συγκεκριμένες  εξελίξεις που έχουμε για τον  σχηματισμό της νέας Κυβέρνησης. Είχαμε ζητήσει εδώ και καιρό τη διακομματική στήριξη, και τώρα αυτήν, την έχουμε πετύχει κατ’ αρχήν. Δεν είναι εύκολα τα βήματα, η ελπίδα, όμως – νομίζω, όλων μας – είναι ότι δεν θα βρούμε εμπόδια στην πράξη, αλλά θα πρυτανεύσει ένα θετικό κλίμα σ’αυτή την προσπάθεια για να διαμορφώσουμε και μια κουλτούρα συνεργασίας.

Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου αποτελεί εγγύηση για τη χώρα, μεσοπρόθεσμα αλλά και με άμεσα οφέλη που θα προκύψουν με την εφαρμογή της, όπως π.χ. η μείωση των τόκων έως και 5 δις ευρώ το 2012. Και θεμέλιο για την επιτυχία της νέας Κυβέρνησης είναι, ελπίζω, ότι θα μπορεί να υπάρξει και ένας νηφάλιος διάλογος για τις εξελίξεις. Να φύγουμε από τους παραλογισμούς, από τις ακρότητες, από τη βία, και να μπορέσουμε να δώσουμε τη σιγουριά και την ασφάλεια στον Ελληνικό λαό, ότι υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος Οδικός Χάρτης και χρονοδιάγραμμα, ώστε μέσα στην επόμενη διετία και μέχρι το 2014, που είναι και το τέλος του προγράμματος, να έχουμε φύγει από αυτή την κρίση.

Θα έχουμε βγει στην άλλη μεριά της όχθης και θα έχουμε πια και πολύ γερές νέες βάσεις, για το πώς προχωράει η χώρα. Βάσεις, που αφορούν στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, στις δυνατότητες  της χώρας μας, αλλά και σε μια  ευνομία, ευταξία και ένα αίσθημα δικαίου, που ζητά ο Ελληνικός λαός.

Αυτό θα δημιουργήσει μια ευρύτερη συνοχή, ελπίζω και  συμμετοχή και, βεβαίως, και μία  αίσθηση περηφάνιας για τη χώρα στην οποία ζούμε, μια χώρα με πολλές δυνατότητες. Προφανώς, η δική μας απόδοση δεν  είναι μόνο στο δικό μας χέρι, αλλά βεβαίως εμείς μπορούμε και θα κάνουμε αυτό που πρέπει για την Ελλάδα.

Οι εξελίξεις στην Ευρώπη -θα μας πει και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, γιατί ήταν παρών χθες στη συζήτηση για το θέμα της Ιταλίας– αλλά και διεθνώς, είναι τέτοιες, που προκαλούν μεγάλη αβεβαιότητα για το πού μπορεί να μας οδηγήσουν. Σε κάθε περίπτωση, αυτό μας υποχρεώνει να κινηθούμε ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο αποτελεσματικά και αποφασιστικά, για να «κλειδώσουμε» τα θετικά, ευεργετικά και σημαντικά κεκτημένα, τα οποία έχουμε διεκδικήσει και κατακτήσει ως Ελλάδα με τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου.

Χρειάζεται οπωσδήποτε, στην περίοδο αυτή, της εφαρμογής, να υπάρχει η αίσθηση σε όλους, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στους εταίρους μας και διεθνώς, ότι δεν υπάρχει διχασμός ή αβεβαιότητα σε σχέση με τις επιλογές μας. Και αυτό, διότι υπάρχει πια, εδώ και καιρό, μια έλλειψη εμπιστοσύνης για τη διάθεση της χώρας, όχι της Κυβέρνησης, αλλά της χώρας συνολικά, των θεσμών, των κομμάτων, να στηρίξουν αυτές τις επιλογές.

Άρα, λοιπόν, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό, με τη Νέα Δημοκρατία και με όλους όσοι συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον από τα δύο μεγάλα κόμματα, να υπάρξει κάποια προσπάθεια να βρούμε κοινές λύσεις και επιλογές μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.

Τελειώνοντας, θέλω να πω και δυο λόγια απολογισμού, από την καρδιά μου. Κατ’ αρχήν, να πω πόσο περήφανος είμαι για τα όσα καταφέραμε μαζί, τόσο με αυτό, όσο και με τα προηγούμενα Υπουργικά Συμβούλια, με τη στήριξη της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας και του Κινήματός μας.

Μέσα σε συνθήκες – πολλές φορές – ακραίες, κατορθώσαμε έναν ιστορικό άθλο: να κρατήσουμε την Ελλάδα όρθια  στα πόδια της, κάνοντας παράλληλα  μεταρρυθμίσεις, που δεν είχαν  γίνει επί δεκαετίες. Και βεβαίως, κατορθώσαμε να εξασφαλίσουμε και  μια στήριξη από το εξωτερικό χωρίς ιστορικό προηγούμενο σε όλο τον πλανήτη.

Είναι μια συλλογική  επιτυχία όλων μας, που στηρίχθηκε όμως πάνω από όλα στις προσπάθειες  του ίδιου του Ελληνικού λαού, στις μεγάλες του θυσίες για τις  οποίες δικαίως αισθάνεται πόνο.

Από καρδιάς, θέλω να ευχαριστήσω όλους και όλες σας, γιατί ήταν τιμή που ήμουν Πρωθυπουργός μιας Κυβέρνησης, η οποία λειτούργησε με τόση αφοσίωση στο εθνικό καθήκον.

Δεν νομίζω ότι υπήρξε άλλη Κυβέρνηση, τις τελευταίες δεκαετίες, που να είχε επωμισθεί τόσες ευθύνες, αλλά και να είχε λειτουργήσει με τέτοιο αίσθημα εθνικού καθήκοντος.

Και βεβαίως, χρειάσθηκε να λειτουργήσουμε συνεχώς σε συνθήκες κατεπείγοντος αλλά και όπου κανένας  μας δεν μπορούσε να προδιαγράψει τις εξελίξεις της επόμενης μέρας, σε διεθνές ή και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε συνθήκες όπου τα πάντα άλλαζαν κάθε μέρα, όπου βλέπαμε πολλές φορές τον πήχη να αλλάζει, τους στόχους να αλλάζουν, και να αλλάζουν εξωγενώς, όχι από μέσα, με αποτέλεσμα αυτό να δημιουργεί τεράστια δυσκολία. Παρά ταύτα, αυτά τα δύο χρόνια, εμείς μπορέσαμε και κρατήσαμε τη χώρα όρθια.

Δώσαμε μάχες, λοιπόν, χωρίς προηγούμενο. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι  με την τεράστια πρόκληση της ιστορίας, που σπάνια αντιμετωπίζουν έθνη και  λαοί. Και εμείς, είχαμε και το βάρος, αλλά κατά βάθος και την τιμή, να διαχειριστούμε αυτή την πολύ δύσκολη κρίση.

Αναλάβαμε την ευθύνη να αντιμετωπίσουμε ανεπάρκειες  πολλών δεκαετιών. Και δεν θα μπω  σε μία αντιπολιτευτική συζήτηση, ούτε το λέω αυτό ως δικαιολογία, αλλά ήταν το μέγεθος του προβλήματος  τέτοιο, που νομίζω ότι όλοι το καταλαβαίνουμε και, ελπίζω, να το κατανοεί και ο Ελληνικός λαός.

Σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων και δώσαμε όλοι μας  τον καλύτερό μας εαυτό, βάζοντας το συμφέρον της πατρίδας μπροστά  από το προσωπικό κόστος, πολλές φορές, σε βάρος ακόμα και των οικογενειών μας, της προσωπικής μας ζωής, καθώς ήταν οπωσδήποτε μια δύσκολη εποχή για όλους.

Πιστεύω ότι με τη συνεργασία των άλλων κομμάτων, το πολιτικό σύστημα κερδίζει από τέτοιες  κινήσεις, παρ’ ότι αυτό δεν σημαίνει ότι όλα θα είναι ρόδινα την επόμενη περίοδο.

Είμαστε, λοιπόν, και το έχουμε αποδείξει, πολιτικοί που  προτάσσουν το εθνικό καθήκον πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και είμαστε  περήφανοι γι’ αυτό. Αυτή ήταν και  η προσφορά μας, όπως και η δική μου η απόφαση, η προσωπική: να υπερασπιστούμε μια διαδρομή υπηρέτησης αξιών και, βεβαίως, της πατρίδας.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτά θα αποτιμηθούν θετικά και, ελπίζω, το συντομότερο. Σίγουρα, όμως, θα καταγραφεί στην ιστορία ότι φανήκαμε και  νηφάλιοι, και ψύχραιμοι, και γενναίοι, για να κρατήσουμε τη χώρα όρθια, υπερβαίνοντας πολλές δυσκολίες.

Θυμίζω ότι, με τις διαπραγματεύσεις μας δημιουργήσαμε το μηχανισμό διάσωσης και το πρώτο πακέτο στήριξης πέρυσι, το Μάιο του 2010, τη βελτίωση των όρων της αρχικής συμφωνίας τον περασμένο Μάρτιο, καθώς και την ιστορική απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, με σημαντική βελτίωση αυτής του Ιουλίου, η οποία διασφαλίζει τη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους που έχει γίνει ποτέ. Και δεν ήταν απλώς η διαγραφή χρέους, ήταν παράλληλα και οικονομική υποστήριξη. Δηλαδή, πετύχαμε και τα δύο, και τη διαγραφή χρέους, αλλά και την σίγουρη οικονομική υποστήριξη, με τεράστια ποσά για τη χώρα μας.

Πιστεύω ότι μπορούμε και πρέπει να πούμε, ότι δεν πήγαν  χαμένες οι θυσίες του Ελληνικού  λαού. Καταφέραμε, αλλού μεγάλες, αλλού  μικρές, αλλά πολύ σημαντικές αλλαγές σε κάθε τομέα, σε κάθε Υπουργείο. Υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν, θα έλεγα, ότι είμαστε ακόμα στη μέση πολλών πραγμάτων που πρέπει να γίνουν, όμως, οι αλλαγές αυτές είναι πρωτόγνωρες και σε μέγεθος και σε ταχύτητα.

Και πιστεύω ότι αυτές οι αλλαγές, τις οποίες κάναμε αυτά τα δύο χρόνια και οι οποίες μπορεί να μην έχουν αποδώσει ακόμα πλήρως, θα φέρουν πολύ σύντομα ένα θετικό αποτέλεσμα για τον Έλληνα και την Ελληνίδα. Και μπορούμε να συνεχίσουμε αυτό τον αγώνα, με το κεφάλι ψηλά και περήφανοι.
Όπως σας είπα, η  συνεργασία πιστεύω ότι προχωρά. Προφανώς, θα ήθελα – δεν τις ζητώ αυτή τη στιγμή – να είναι στη διάθεσή  μου οι παραιτήσεις σας, ώστε αν προκύψει ένα θετικό αποτέλεσμα, να ακολουθηθεί  η συνταγματική διαδικασία της παραίτησης της Κυβέρνησης και να μπορέσει μετά να καλέσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Συμβούλιο Αρχηγών, όπου θα διαπιστωθεί άμεσα, ότι υπάρχει η δεδηλωμένη για το νέο πρόσωπο του Πρωθυπουργού ο οποίος θα αναλάβει να σχηματίσει μια νέα Κυβέρνηση.