Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Γ. Παπανδρέου: «Η λέξη λιτότητα θα πρέπει να αντικατασταθεί με τη λέξη υπευθυνότητα»

«Η λέξη λιτότητα θα πρέπει να αντικατασταθεί με τη λέξη υπευθυνότητα», δήλωσε από τις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, λίγο μετά το πέρας των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η χώρα ήταν η έλλειψη αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η υπευθυνότητα θα πρέπει να γίνει εμφανής σε τρείς τομείς: στη διαχείριση των μακροοικονομικών μεγεθών, του χρέους και των ελλειμμάτων, στη στρατηγική ανάπτυξης που θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα κάνει την οικονομία πιο ανταγωνιστική και στη μετάβαση σε νέες υποδομές και σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ο Γ. Παπανδρέου, ανέφερε ότι για να ανατραπεί το κλίμα της αναξιοπιστίας που έπληττε τη χώρα, η κυβέρνηση έπρεπε να αποδείξει ότι έχει τη βούληση να πάρει δύσκολα μέτρα για να μπει η χώρα σε δρόμο εξυγίανσης. Αναφερόμενος, ειδικότερα στο υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, ο Γ. Παπανδρέου τόνισε ότι είναι αποτέλεσμα πρακτικών, τα τελευταία χρόνια, οι οποίες έχουν να κάνουν με τη διακυβέρνηση, την ευνομία της χώρας, και την αδιαφάνεια και οι οποίες δεν επέτρεπαν τη σωστή διαχείριση των παραγωγικών πηγών και υπηρεσιών της χώρας, αλλά και των χρημάτων του ελληνικού λαού.
Aναφερόμενος στο θέμα της επιβολής των κυρώσεων, το οποίο απασχόλησε σήμερα τους ευρωπαίους ηγέτες, στο πλαίσιο της συζήτησης για την οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν έχει αντιρρήσεις στο θέμα των κυρώσεων, δεδομένου ότι ακολουθεί σωστά ένα πρόγραμμα και αυτό αναγνωρίζεται από τους ευρωπαίους εταίρους της. Όπως δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου, «θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός παρακολούθησης και ένας μηχανισμός κυρώσεων» και συμπλήρωσε ότι «αν αυτός ο μηχανισμός υπήρχε πριν από χρόνια, η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν σήμερα σε αυτή τη θέση».Σε ό,τι αφορά το μηχανισμό παρακολούθησης, ο Γ. Παπανδρέου τόνισε ότι δε θα πρέπει να αφορά μόνο τα δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά και την ανάπτυξη, ενώ σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις, τόνισε ότι θα πρέπει να είναι δίκαιες. Συγκεκριμένα, ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε πως θέση της Ελλάδας είναι οι κυρώσεις να μην επιβάλλονται μόνο στα κράτη μέλη, αλλά και σε μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία ευνοούν τη φοροδιαφυγή μέσα από φορολογικούς παραδείσους. Πρόσθεσε, μάλιστα ότι ο ίδιος πρότεινε στο Συμβούλιο την εφαρμογή νέων εργαλείων για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης, όπως τα πράσινα ομόλογα, το φόρο επί των συναλλαγών και το φόρο επί των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.
Κληθείς, εξάλλου, να σχολιάσει το ενδεχόμενο αποβολής μιας χώρας από τη ζώνη του ευρώ, ο Γ. Παπανδρέου απάντησε ότι το θεωρεί απίθανο, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται σύντομα αλλαγή της Συνθήκης της ΕΕ, αλλά ακόμα και αν υπήρχε, πολλά κράτη μέλη έχουν σοβαρές αντιρρήσεις με αυτό το ζήτημα.
Για τις διμερείς συναντήσεις που είχε με αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, στο περιθώριο των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Γ. Παπανδρέου τόνισε ότι είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι τα σχόλια όλων για τις προσπάθειες που κάνει η Ελλάδα να πλησιάσει τους στόχους της ήταν θετικά. "Τα θετικά σχόλια της Επιτροπής και των εταίρων μας είναι ένα δείγμα αξιοπιστίας της χώρας μας", ανέφερε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι η Ελλάδα επιθυμεί να βγει το συντομότερο δυνατό στις αγορές και να προχωρήσει με τις δικές της δυνάμεις.
Κληθείς, εξάλλου να σχολιάσει την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία αναφέρεται στη στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο Γ. Παπανδρέου δήλωσε: «Υπάρχει μία εθνική κρίση και όχι μία κρίση που εξυπηρετεί μικροπολιτικά συμφέροντα».
Τέλος, αναφερόμενος στο θέμα των στρατηγικών εταίρων της ΕΕ (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, κ.α.) που απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Γ. Παπανδρέου σημείωσε ότι η ΕΕ επιβεβαιώνει τη βούλησή της να έχει ένα ενισχυμένο ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο. Σημείωσε, μάλιστα, ότι πριν από την Ευρωασιατική Σύνοδο ASEM που θα πραγματοποιηθεί τον επόμενο μήνα με την Κίνα και την Ν. Κορέα, ο πρωθυπουργός της Κίνας θα επισκεφθεί την Αθήνα, γεγονός που αποδεικνύει τις καλές σχέσεις της Ελλάδας με την Κίνα σε θέματα επενδύσεων και ανάπτυξης.